- πεντάχρωμος
- -η, -οαυτός που έχει πέντε χρώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεντάχρωμος — η, ο αυτός που έχει πέντε χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. τρί χρωμος] … Dictionary of Greek
πεντάχροος — οον, Μ αυτός που έχει πέντε χρώματα, ο πεντάχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χροος (< χρώς, χρωτός), πρβλ. δί χροος] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πενταχρωμία — η [πεντάχρωμος] 1. η ιδιότητα τού πενταχρώμου 2. (τυπογρ.) εκτύπωση με πέντε χρώματα … Dictionary of Greek